Newsletter

Winterreise – Το ταξίδι του χειμώνα της ψυχής

oiseaux

Ρομαντισμός. Ένας άνδρας, προδομένος από τον έρωτα του, περιπλανάται στο βαρύ χειμώνα της απελπισίας του. Εικοσιτέσσερα τραγούδια αποτυπώνουν την ανελέητη διαδρομή της μοναχικής συντριβής του. Ποίηση του Βίλχελμ Μίλλερ, μουσική του Φραντς Σούμπερτ, έργο κορυφαίο και σπαρακτικό. Τί θα είχε άραγε ο χορός να προσθέσει στο μεγαλείο της μουσικής;

Στη παράσταση του Μικροσκοπικού Θεάτρου ο Κωνσταντίνος Μίχος απαντά στην παραπάνω ερώτηση με την κατάνυξη της αισθητικής του ελάχιστου. Σε συνδυασμό με τα σμιλεμένα στον χώρο και το χρόνο, λιτά βήματα και τις χειρονομίες του, μας εκθέτει την ίδια τη δόνηση της παρουσίας του και την μικροκίνηση της αναπνοής του, σαν σκηνικό υλικό και σαν χορευτική αξία στον μινιμαλισμό που επιτρέπει ή και επιβάλει πολλές φορές, ο χορός δωματίου. Βάζει με άλλα λόγια τη συγκίνηση και τη φυσιολογία της, κάτω από το μικροσκόπιο - το δικό του και το δικό μας. Συνυπάρχει με τη μουσική δίνοντας υλική υπόσταση στον ειρμό της ανέλιξης της. Χορεύοντας τη μουσική γίνεται ο «αρχιακουστής» της!


Μουσική: Φραντς Σούμπερτ, Winterreise
Χορογραφία, κοστούμια, φωτισμοί: Αναστασία Λύρα
Χορός: Κωνσταντίνος Μίχος
Διάρκεια: 70 λεπτά.

Μικροσκοπικό Θέατρο  
Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017 Ώρα έναρξης 9μμ
Παρασκευή 1, 8 και 15 Δεκεμβρίου 2017 Ώρα έναρξης 8μμ
Κυριακή 3, 10 και 17 Δεκεμβρίου 2017 Ώρα έναρξης 7μμ
2 Απριλίου 2017 Σουμπερτιάνα
25 Μαρτίου 2017 Σουμπερτιάνα

Φωτογραφίες: Χριστίνα Σαρλάμη

Από post του Κωνσταντίνου Μίχου στη σελίδα του στο facebook (23 Μαρτίου 2017)

Ιστορία χορού αρ. 283

Γυμνός

Πώς χορεύεται ένα κλασσικό έργο της μουσικής το οποίο έγραψε πριν 189 χρόνια ένας 31χρονος που ήξερε ότι πέθαινε από σύφιλη και γνωρίζεις ότι θα ακούγεται για πολύ καιρό μετά τον δικό σου;

Το 1983, μαθητής στην Κρατική σχολή χορού, είδα για πρώτη φορά έργο της Αναστασίας Λύρα, το «Κίνηση Ι», η οποία είχε μόλις επιστρέψει από τις σπουδές της στην Νέα Υόρκη κοντά στον Bob Dunn, τον άνθρωπο που πυροδότησε με τις διδασκαλίες του το Judson Movement και ακολούθως όλο τον αμερικάνικο σύγχρονο χορό.

Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα εννοιολογικό αυτοσχεδιασμό, μέχρι τότε ταύτιζα τον αυτοσχεδιασμό με μια επώδυνη κατάσταση κατά την οποία προσπαθούσες να γεννήσεις ιδέες μπρος στα σουβλερά μάτια του κοινού, σαν ένας ρομαντικός ήρωας που θυσιάζεται για χάρη της απόλυτα προσωπικής και στιγμιαίας έκφρασης. Δεν υπάρχει βίντεο αυτού του έργου αλλά το θυμάμαι ακόμα ή μάλλον θυμάμαι αυτό που έμεινε και γέννησε μέσα μου. Στο παλιό στούντιο της Μαίρης Τσούτη, δεκαπέντε; άνθρωποι συνδυάζονταν ανταλλάσσοντας φωναχτά αριθμούς που μάλλον αντιπροσώπευαν κινητικές φράσεις, ταυτόχρονα ακούγονταν θραύσματα συνομιλιών τους για κάποια μοναχική κοπέλα και στο τέλος ακουγόταν ένα εποχιακό τραγούδι χιτ του Ροντ Στιούαρτ. Η μουσική δεν χορευόταν «κανονικά» αλλά λειτουργούσε σαν δήλωση απουσίας, της κοπέλας αλλά και δικών μας. Το αποτέλεσμα ήταν ένα παλλόμενο πεδίο εικόνων, που κυμαίνονταν από το παραξένισμα στην ξαφνική οδυνηρή ανάδυση συναισθημάτων. Παρ’ ότι ήταν σαν απόηχος ήταν ταυτόχρονα πολύ διαυγές και συγκεκριμένο, μου είχε κάνει αποκαλυπτική εντύπωση ότι παράγονταν συναισθήματα χωρίς το δηλωτικό και τετελεσμένο τόνο της χορογραφίας ή τον ανυπόφορα εγωκεντρικό της «προσωπικής» έκφρασης. Μετά την παράσταση πήγα και της είπα ότι όποτε χρειαζόταν χορευτή θα ήθελα να χορέψω για αυτήν.

Τον Ιανουάριο του 2017 η Αναστασία μου ζήτησε να χορέψω τον κύκλο 24 τραγουδιών «Χειμωνιάτικο ταξίδι» του Φραντς Σούμπερτ στην ερμηνεία του Ντίτριχ Φίσερ-Ντισκάου.

Υπάρχουν κάποιες σπάνιες ευκαιρίες στην ζωή ενός καλλιτέχνη, στις οποίες μπορεί να μετρηθεί και αν βγει λίγος να καταλάβει την πορεία του και τότε οφείλει να αποδεχτεί την όποια κατάληξη της ήρεμος. Είναι συνήθως όταν δεν έχει να παραπονεθεί για κάποια αδικία, κάποια χαμένη επιχορήγηση ή άδικη επιλογή, κάποιο προσπέρασμα, για χρήματα που «αν» υπήρχαν, για «απαιτήσεις» του κοινού, τίποτα, είναι γυμνός μπροστά σε μια καλή ιδέα, μέσα σε ένα περιβάλλον που το μόνο που του προσφέρουν και του ζητάνε είναι το παν, την ηθική της ειλικρινούς δημιουργίας.

Η Αναστασία δεν χορογραφεί με την συμβατική έννοια το τί θα κάνεις αλλά είναι πολύ πιο συγκεκριμένη και ακριβής από το να σου φορέσει βήματα, προσφέρει / προτείνει μια κινητική ιδέα, η οποία είναι πάντα τόσο ξεχωριστή, μοναδική, βασική, που εσύ αισθάνεσαι ελεύθερος να δημιουργήσεις για να συναντηθείς με το όραμα της.

Αλλά επειδή είσαι ελεύθερος δεν έχεις και καμμιά δικαιολογία για την οποιαδήποτε αποτυχία, ειδικά καθώς η Αναστασία είναι ένας από τους λίγους ανθρώπους του χορού στην Ελλάδα που συνομιλώ και εμπιστεύομαι απόλυτα την αισθητική της.

Αυτό το ταξίδι του χειμώνα ήταν και είναι ένα ταξίδι αποκάθαρσης. Επί τρεις μήνες, μέχρι και δύο μέρες πριν την παράσταση, τής ξεφόρτωνα όλα τα κόλπα, τα κόλπα μου, τα κόλπα μας, τα κόλπα του σύγχρονου μεταμοντέρνου χορού: - Μπρεχτικές αποστασιοποιήσεις (εγώ να μπαίνω και να βγαίνω στο έργο, να θεαματικοποιώ ακόμα και την ανάγνωση των ποιημάτων του Γερμανού φιλέλληνα ποιητή Μίλερ), - devised κλισέ (καθημερινός νεανικός εξομολογητικός τόνος) - πολιτικοποιημένα δραματολογικά σχόλια (το πιθανό αντιναζιστικό παρελθόν του Ντισκάου) ή gender ματιές (απόγνωση από έρωτα στις μέρες μας; ο ρομαντικός έρωτας είναι πατριαρχικό ανακλαστικό) – ενδοκειμενικά βραχυκυκλώματα (ειρωνικές ή σπαραξικάρδιες στάσεις ενάντια στον κλασικισμό της εκτέλεσης) - επιδείξεις των μουσικών και ρυθμολογικών γνώσεων μου (παίζοντας με τις φόρμες των τραγουδιών και την ρυθμική ορθογραφίλα)....

Μετά από κάθε πρόβα, και μόνο μιλώντας μαζί της, η Αναστασία σταθερά, ήρεμα, γλυκά σε ξεφλουδίζει, δεν υποκύπτει στις προτάσεις / μαλάματα τα οποία αφήνει να εκπέσουν, κατανοεί αλλά προσπερνάει τις γνωστές λιγοψυχίες κάθε χορευτή (ωχ! μία ώρα και δέκα λεπτά ακίνητος; θα πουν ότι δεν μπορώ να χορέψω), σε συνοδεύει να αφήσεις επιτέλους πίσω σου το εφηβικό grooving που γενικά χαρακτηρίζει τον χορό, στοχεύοντας να μείνεις καθαρός, πιά. Να χορέψεις το δέος με το μέγιστο ελάχιστο της κίνησης, με μικροταχύτητες να δημιουργηθεί μια υπερσύνθετη ιδέα για τον χρόνο, η κίνηση να είναι πρώτα μέσα στα κύτταρα πολύ πριν την επίκαιρη και παροδική χοντροκοπιά των κόκκαλων. Να χορέψεις τα 24 τραγούδια με 24 θέσεις στον χώρο, με ένα βήμα τη φορά, με 24 στάσεις, αλλά κάθε στιγμή να παράγει 24 γλυπτά και κάθε δευτερόλεπτο 1000 φωτογραφίες. Προτείνει να αντιμετωπίσεις αυτό το αιώνιο έργο όχι με την αυτάρεσκη υπερκινητικότητα του ξεπεράσματος της αγωνίας της στιγμής μας, μα με την παραμικρή κίνηση, η οποία γίνεται κατάθεση σε μια αιωνιότητα στην οποία συμμετέχουμε ταπεινοί.

Κωνσταντίνος Μίχος

×

“Έχω καταλήξει να πιστεύω, εδώ και κάμποσο καιρό, ότι στον ιστορικό μοντέρνο, όπως και στον σύγχρονο χορό, κάθε έργο που σέβεται τον εαυτό του , αντιπροσωπεύει αναπόφευκτα, μια νέα κατηγορία στο πανόραμα της τέχνης. Μια νέα γλώσσα....
 Από την ώρα που καταλύθηκε η σεβάσμια τάξη των σχολών που κληρονομήσαμε από τον μεσαίωνα και στην περίπτωση του κλασσικού χορού από την αναγέννηση, κερδίσαμε οι καλλιτέχνες, μια ευλογημένη ελευθερία και ταυτοχρόνως μια καταραμένη μοναξιά.
Ο σύγχρονος χορός είναι συνομήλικος αυτής της τάξης των πραγμάτων, μη έχοντας γνωρίσει ποτέ ουσιαστικά την πειθαρχία, την προσαρμογή, την προστασία, την τάξη και την ιεραρχία των μεγάλων παραδόσεων του κλασικού χορού, που είναι ότι πιο παραπλήσιο συνεχίζουμε να έχουμε στη Δύση, προς τις μεγάλες θεατρικές παραδόσεις της Ανατολής. Εκεί όπου τις αλλαγές και τους νεωτερισμούς συνεχίζει να τους εισάγει ο Δάσκαλος, ο Μάστερ, ο σεβαστός Πρεσβύτερος και όχι ο χαρισματικός νεαρός σκηνοθέτης/χορογράφος. Εκεί όπου η γλώσσα του των καλλιτεχνών είναι μία και είναι υπερπροσωπική. Εκεί που την αξιολόγηση και την προώθηση του καλλιτεχνικού έργου την επιτελεί η "Ακαδημία" .

Είναι ο μοντέρνος /σύγχρονος χορός συνομήλικος της πολυδιάσπασης στην τέχνη του 20ου αιώνα και της μοναξιάς του καλλιτέχνη που αυτό είχε σαν συνέπεια. Είναι παιδί της αγωνίας, για τα εργαλεία της γλώσσας, μιας νέας για τον κάθε καλλιτέχνη γλώσσας που θα καταφέρει να του εξασφαλίσει την επικοινωνία και την αναγνώριση μέσα στη σημερινή Βαβέλ του, ενω η αυξανόμενη, αμείλικτη εμπορευματοποίηση της τέχνης κατά τις τελευταίες δεκαετίες, περιπλέκει ακόμα περισσότερο τις επιλογές του.
 Στο "Χειμωνιάτικο Ταξίδι" προτείνω να δούμε τον μοναχικό ήρωα που ενσαρκώνει (ενσαρκώνει κυριολεκτικά όπως θα εξηγήσω πιο κάτω) ο Κωνσταντίνος Μίχος, (εκλεκτός συνάδελφος στην αγωνία όπως και στο χορό), σαν μια μετάφραση - μεταφορά του ρομαντικού παραδείγματος του Φραντς Σούμπερτ, στη σημερινή εμπειρία της μοναξιάς του καλλιτέχνη.
Είναι δύσκολο ώρες- ώρες όταν δουλεύει κανείς με το "Χειμωνιάτικο Ταξίδι ", να ξεχωρίσει τον ίδιο τον Σούμπερτ από τον περιπλανώμενο στην παγωμένη ερημιά ήρωα του. Και είναι διπλά ενδιαφέρον για μας το γεγονός ότι τον ήρωα αυτόν δεν τον εμπνεύστηκε κατ ' αρχήν ο συνθέτης, αλλά ένας σύγχρονος του φιλέλληνας ποιητής, ο Μίλερ, τον οποίο δεν συνάντησε ποτέ και οποίος επίσης πέθανε στα 32 του χρόνια.
Έγραψα πριν από μερικούς μήνες για το πρόγραμμα της παράστασης του Χ.Τ. τα εξής :
"Ρομαντισμός. Ένας άνδρας προδομένος από τον έρωτα του, περιπλανάται στο βαρύ χειμώνα της απελπισίας του. Εικοσιτέσσερα τραγούδια αποτυπώνουν την ανελέητη διαδρομή της μοναχικής συντριβής του. Ποίηση του Μίλλερ, μουσική του Φραντς Σούμπερτ, έργο κορυφαίο και σπαρακτικό. Τι θα είχε άραγε ο χορός να προσθέσει στο μεγαλείο τής μουσικής;

Στην παράσταση του Μικροσκοπικού Θεάτρου ο Κωνσταντίνος Μίχος απαντά στην παραπάνω ερώτηση με την κατάνυξη τής αισθητικής του ελάχιστου. Σε συνδυασμό με τα σμιλεμένα στον χώρο και τον χρόνο λιτά βήματα και τις χειρονομίες του, μας εκθέτει τη δόνηση της παρουσίας του και την μικροκίνηση της αναπνοής του, σαν σκηνικό υλικό και σαν χορευτική αξία στον μινιμαλισμό που επιτρέπει η επιβάλει πολλές φορές ο χορός που διαδραματίζεται κοντά στον θεατή ( χορός δωματίου). Βάζει με άλλα λόγια ο Κωνσταντίνος Μίχος την συγκίνηση και την φυσιολογία της κάτω από το μικροσκόπιο, το δικό του και το δικό μας. Συνυπάρχει με την μουσική δίνοντας υλική υπόσταση στον ειρμό της ανέλιξης της. Αλλά το αποτέλεσμα είναι, εντέλει, να "διυλίζεται" ο ίδιος από τη μουσική και να μεταλλάσσεται σε φωτεινή εικόνα και προέκταση της, με άλλα λόγια σε καθαρό χρόνο και σε φως . Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, ( το έχω δει να συμβαίνει μερικές φορές, είτε στο χορό με μεγάλη μουσική γενικά, είτε σε μεγάλους ρόλους του κλασικού χορού, ) τότε τολμώ να χρησιμοποιήσω την έκφραση πως ο χορευτής γίνεται "πλάσμα της μουσικής".
Σήμερα, επιστρέφοντας στο θέμα της γλώσσας με το οποίο ξεκίνησα αυτό το σημείωμα, θα κλείσω αναφερόμενη σε αυτό που κατεξοχήν περιγράφει τη δουλειά μας και χάρισε το όνομα στο Μικροσκοπικό Θέατρο: Την ιδέα για "Το σώμα του χορευτή σαν ένα μικροσκοπικό θέατρο του Χρόνου" .

Αναστασία Λύρα

×

 

Share this post

Submit to FacebookSubmit to Google PlusSubmit to TwitterSubmit to LinkedIn